ἀνασκέπτομαι
examinar, considerar
πάνταPl.R.619b,
ταῦταPlu.2.438d,
τὴν δόξανGal.8.352,
ἀνασκέψαι πῶς ... οἱ ... βασιλῆς αὑτοὺς ... διέφθειρανPl.Lg.690d,
ἵνα κἀγὼ ἐμαυτὸν ἀνασκέψωμαι ποῖόν τι ἔχω τὸ πρόσωπονPl.Tht.144d
•examinar, inspeccionar en v. pas.
γῆς ἀνασκεμ[μένηςPSI 808.24.