< ἀνασκοπέω
ἀνασκυβαλίζω >
ἀνασκοπή
,
-ῆς, ἡ
consideración
,
atención
γραμματική, τῆς οὔ τις ἀνασκοπὴ οὐδ' ἀνάθρησις
Timo 61.