ἀνασκοπέω
1 mirar, contemplar detenidamente
πάντ' ἀνασκόπει καλῶςAr.Th.666,
τὸ σύμπαν ὄρος ἀνασκοπούμενοςPolyaen.2.31.2,
τι τῶν ποιητικῶνPhilostr.Im.2.8,
τὴν εἰκόνα ΛαΐδοςAristaenet.1.1.34.
2 reflexionar, analizar, examinar cuidadosamente
ταῦταTh.7.42,
τὰ ξενικὰ ὀνόματαPl.Cra.401c,
ἑαυτὸνPh.2.584,
τὴν αἰτίανPlu.2.168b, c. interr. indir.
ἀνεσκόπουν εἴ τί που ...Th.1.132
•abs. Pl.Ti.72d, Phd.116a
•v. med. mismo sent.
τὸ συγγραμμάτιονLongin.1.1,
περὶ αὐτοὺς ἀ. μᾶλλον ὃν τρόπον ...I.AI 19.215
•abs.
ἀνασκοπουμένοις ἐφαίνετοAr.Ec.827.