ἀνασηκόω
1 compensar
τὴν μεταβολήνHp.Acut.29,
αἱ μὲν γενέσεις ἀνασηκοῦσι τὰς φθοράςl. de Stob.1.40 (p.272) a Arist.Mu.397b3, cf. Ar.Fr.743, D.C.50.3.1.
2 en v. med. encogerse
ὦμοι παλλόμενοι καὶ ἀνασηκούμενοιGr.Naz.M.35.692B.
τὴν μεταβολήνHp.Acut.29,
αἱ μὲν γενέσεις ἀνασηκοῦσι τὰς φθοράςl. de Stob.1.40 (p.272) a Arist.Mu.397b3, cf. Ar.Fr.743, D.C.50.3.1.
ὦμοι παλλόμενοι καὶ ἀνασηκούμενοιGr.Naz.M.35.692B.