< ἀνασεσιλλῶσθαι
ἀνασηκόω >
ἀνασεύομαι
• Morfología:
[aor. ἀνέσσῠτο
Il
.11.458]
brotar
,
saltar
,
surgir
αἷμα
Il
.l.c.,
ἀνεσσύμενος δὲ θαλάσσης ... Ποσειδάων
Nonn.
D
.42.441.