ἀναρρῑπίζω
I
ἀναρριπισθείσης μιᾶς τῶν κρηπίδωνHeraclid.Pont.85.35
•fig. amontonar
ἐπὶ κακῷ κακόνAlciphr.2.19.3
•abs. mover las alas de palomas, Antiph.202.16.
2 fig.
νίκης δ' ἐλπίδα ... ἀνερρίπιζονperdieron la esperanza de la victoria Nonn.D.25.305.
3 fig., en v. med. encenderse
πόλεμοςIul.Or.1.13b
•ref. a pers. encenderse, excitarse
ἀνὴρ ἀναρριπίζεταιPherecr.29A,
ἀναρριπισθεὶς γὰρ ὁ Νέρων εἰς ὀργήνAst.Am.Hom.8.16.1.
II volver a encender
τὸ θερμόνArist.Fr.233,
τὴν φλόγαD.H.1.59,
μου τὴν ἐπιθυμίανAlciphr.4.8.2, en v. med.
τὸ πῦρ ... πάλιν ἀναρριπίζεταιPlu.2.611f,
τὸν κατὰ Χριστιανῶν διωγμόν, ὥσπερ ... πυρὸς ἀκμὴν ἀνερρίπιζεEus.VC 2.1
•fig. levantar
στάσινD.H.7.15, 10.17.