ἀναρρῐχάομαι
• Morfología: [aum. ἀνηρρ- Sud., EM 99.19G.]


1 trepar ὥσπερ οἱ πίθηκοι ἐπ' ἄκρα τὰ δένδρα Hellanic.197, εἰς τὸν οὐρανόν Ar.Pax 70, cf. Philostr.Im.2.28, Ael.NA 7.24
de un borracho ἐπὶ τὴν κατήλιφα Luc.Lex.8.

2 c. ac. subir, escalar τοὺς ἀναβασμοὺς ... τοῖς γόνασιν D.C.43.21.2, τὸν τοῖχον Aristaenet.1.20.10.