ἀναρμοστία, -ας, ἡ
1 desacuerdo, falta de armonía
ἐν τᾷ ψυχᾷTheag.1,
φθείρεσθαι τὸ ἡρμοσμένον εἰς ἀναρμοστίαν ... τὴν ἀντικειμένηνArist.Ph.188b14,
εἶναι ... ἀναρμοστίαν δὲ τὴν κακίανPlot.3.6.2, cf. Pl.Phd.93c, Ep.344d, Plu.2.746c, Ph.1.5, 2.296, Dam.Pr.341, Procl.in Alc.58, Meth.Symp.3.7.
2 discordancia musical
ἀρρυθμία καὶ ἀναρμοστίαPl.R.401a.