ἀναρμοστέω
1 estar en desacuerdo, no concordar
πρὸς ἄλληλαPl.Sph.253a,
ἐν ... σχήματι νόμουPl.Lg.718b, c. dat.
τῷ δὲ τοῦ κακοῦ (ἴχνει)Pl.R.462a.
2 desafinar
τὴν λύραν μοι κρεῖττον εἶναι ἀναρμοστεῖν τε καὶ διαφωνεῖν ... ἢ ...Pl.Grg.482b.
πρὸς ἄλληλαPl.Sph.253a,
ἐν ... σχήματι νόμουPl.Lg.718b, c. dat.
τῷ δὲ τοῦ κακοῦ (ἴχνει)Pl.R.462a.
τὴν λύραν μοι κρεῖττον εἶναι ἀναρμοστεῖν τε καὶ διαφωνεῖν ... ἢ ...Pl.Grg.482b.