ἀναπτερόω
I
ὀρθίους ἐθείρας ἀνεπτέρωκαE.Hel.633
•en v. med.
κλύων ... ἀνεπτέρωμαιse me han erizado (las plumas) al oír Ar.Au.433.
2 fig. espeluznar, asustar, excitar
φόβος μ' ἀναπτεροῖE.Supp.89,
τίς σ' ἀναπτεροῖ φόβος;S.Fr.355,
ἄγγελμ' ἀνεπτέρωκε Δαναϊδῶν πόλινE.Or.876,
ἄφροναςLXX Si.34.1, cf. Eup.314 (var.)
•seducir Paris a Helena, Hdt.2.115
•en v. med.-pas. excitarse, asustarse A.Ch.228,
τὴν ψυχήνCratin.384,
ἀνεπτερωμένων δὲ τῶν ΛακεδαιμονίωνX.HG 3.4.2,
ἀνεπτερωμένη δέ ἐστι καὶ ἄσωτοςLXX Pr.7.11
•pas.
ἀναπτερωθεὶς ὑπό τινωνX.HG 3.1.14,
τοιούτοις ... ῥήμασιLib.Or.1.40.
II
πᾶν τὸ σῶμαAr.Lys.669,
σ' ἐγὼ ἀναπτερώσαςAr.Au.1449,
μή μ' ἀναπτεροῦMen.Epit.958
•pas. escaparse volando
κἄν ... τις ... ἀναπτερωθῇ ὑπὸ τῶν κακῶνOrigenes Princ.3.1.16.
2 v. med. echar alas Pl.Phdr.249d.
3 volar, Apoc.Bar.3 (p.85.33).
III part. perf. versátil, inconstante Chrys.M.57.368.