< ἀναπτερόω
ἀναπτερύσσομαι >
ἀναπτερυγίζω
levantar el vuelo
καὶ ἀναπτερυγίσαι ἥκιστός ἐστι
Ael.
NA
4.30
•
fig. Aristo Phil.13.3 (= Phld.
Vit
.p.21).