ἀναπνέω
• Alolema(s): poét. ἀμπ- Il.22.222; ἀναπνείω Orác. en Porph.Plot.22.47
• Morfología: [impf. ἀμπνείεσκον A.R.3.231; imperat. aor. ἄμπνυε Il.l.c.]
A intr.
I
σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυεIl.22.222, cf. Pi.N.8.19, AP 11.79 (Lucill.)
•inspirar
ἀναπνεῖ πάντα καὶ ἐκπνεῖEmp.B 100.1,
ἀναπνεῖ καὶ ἐκπνεῖ ταύτῃ (ῥινί)Arist.HA 492b6
•respirar
ἀναπνέομεν, τούτῳ ἐσμὲν ἔμπνοιChrysipp.Stoic.2.219.43,
φησὶ γὰρ τὴν ψυχὴν ἐκ τοῦ ὅλου εἰσιέναι ἀναπνεόντωνOrph.Fr.27,
τὸ ἀναπνεῖν καὶ ἡ τροφὴ τῷ ζῴῳ ἀναγκαῖονArist.Metaph.1015a21,
ἀναπνεῖ πυκνάHp.Mul.2.203,
μυκτῆρσι μήτε ἀναπνέοντεςPh.2.193, cf. Pythag.B 30, Arist.Iuu.476a28, APo.78b15,
μηδὲ ζῆν μηδ' ἀναπνεῖνLib.Decl.32.5, de las almas, Orác. en Porph.Plot.22.47.
2 fig. ufanarse
ὦ μεγάλα δή ποτ' ἀμπνέουσ' ἐν βαρβάροις ΤροίαE.Tr.1277
•inflarse, engolarse
κουφίζεται καὶ ἀναπνεῖ τὰ ῥητορικῆςPhld.Rh.2.4
•aspirar
ἀναπνέομεν δ' οὐχ ἅπαντες ἐπὶ ἴσαPi.N.7.5.
3 fig. tener un respiro, descansar c. gen.
κακότητοςIl.11.382,
πόνοιοIl.15.235,
τῆς νόσουS.Ai.274,
ἔκ τε τῆς ναυηγίηςHdt.8.12,
τῆς φυγῆςHld.2.20.3,
ἐκ καμάτωνIG 14.14 (Siracusa), cf. Nonn.D.34.342
•c. part.
ἐπεί κ' ἐς τεῖχος ἀναπνεύσωσιν ἀλέντεςIl.21.534,
αἴ κ' ... ἀναπνεύσωσι ... υἷες Ἀχαιῶν τειρόμενοιIl.16.42
•abs. del campo estar en barbecho
μικρὸν ἀναπνεῦσαι τὴν γῆνChrys.M.62.223.
II
τὸ ... μύρον ... οὐκ ἄγαν ἀναπνεῖThphr.Od.69.
2 c. gen. brotar, escaparse de olores
ἡδὺ γάρ που ἀναπνεῖ τῶν φυτῶνun olor agradable sale de las plantas Philostr.Her.proem.2, cf. A.R.2.737.
III
ἐνεδρεύσαμεν, ὅπερ ἡμᾶς καὶ ἀναπνεῦσαι ἐποίησεX.An.4.1.22, cf. D.18.195, en v. pas., Theoc.25.263.
2 reanimarse, arder
πυρεῖαThphr.HP 5.9.6.
B tr.
I
τὸ πνεῦμαPl.Phd.112b,
ἀέραPh.2.376, Corn.ND 32
•fig.
τὴν οἰκείαν ἀρχήνDam.Pr.8.
2 dar un respiro
τὸν ἵππονHld.8.14.2.
3 fig. inspirarse en
τὸν Χριστὸν ἀεὶ ἀναπνέετεAth.Al.M.26.969C
•abs. tomar la inspiración
ἐκεῖθενClem.Al.Strom.4.21.134.
II exhalar
καπνόνPi.O.8.36
•emitir
ἐκ δὲ πυρὸς δεινὸν σέλαςA.R.3.231
•emitir olor, oler a
ὑάκινθονPherecr.131.1
•fig.
ὥσπερ οἱ τοὺς χρησμοὺς ἀναπνέοντεςPhilostr.VS 509,
τὴν εἰς τὸ θεῖον εὐλάβειανSoz.HE 1.12.7.