< ἀνάπνευστος
ἀναπνέω >
ἀναπνευστός
,
-όν
respirable
ὁ ἀήρ
Arist.
Top
.135
a
35, 138
b
31
•
subst.
τὸ ἀ. τοῦ ἀέρος
Arist.
Top
.135
a
33.