ἀναπλόω
I
(πτέρυγας)Mosch.2.60,
τὰς θύραςBabr.74.3
•en v. med. abrirse de flores, Dsc.2.159, 4.113
•en part. perf. abierto, hondo
λοπάδαςPHolm.66.
2 fig. explicar, desvelar
τὰς κο[ινὰς] ἐννοίαςAnon.in Tht.23.6,
τὸ συνεσπειραμένονProcl.in Cra.54.7,
τὴν ἀτραπὸν ἀναπλοῦντα τῆς γενέσεωςProcl.in Cra.69.10,
τὸν πρῶτον λόγονCorp.Herm.1.16,
τοῦ νοῦ τὴν ἀμετρίανProcl.in Euc.4.11,
ἀπορίανSimp.in Ph.441.11.
3 dilatar
τῷ ... ἀναπλοῦν τὰ σώματα τὴν θερμότηταAnon.in Cat.49.26.
II simplificar
μέχρι τοῦ ἑνόςDam.Pr.5
•en v. pas. ser reducido
ἀναπλοῦσθαι πάλιν εἰς τὰς ἐξ ὦν ἀπετελέσθη ποιότηταςPh.1.433.