ἀναπλήρωσις, -εως, ἡ
I
2 culminación de una fortuna, Plu.Demetr.45
•acción de completar
τῆς ἐνδείαςArist.EN 1118b18,
τοῦ λείποντοςA.D.Synt.250.18, cf. Placit.4.9.15 (= Emp.A 95), Plu.2.687e, POxy.2724.14
•complemento
τῶν μηχανικῶν ὀργάνωνPOxy.137.20 (VI d.C.).
3 satisfacción
τῆς ἐπιθυμίαςArist.Pol.1267b4, cf. EN 1173b8
•satisfacción, pago
εἰς ἀναπλήρωσιν χαλκοῦ ταλάντου αʹPTeb.112.82 (II d.C.), cf. Ostr.1.66, n.1,
τ[ὸ] δ' εἰ[ς ἀ]ναπλήρωσιν, τὸ δ' ε[ἰς] θησαυρισμὸν μερίζεινPhld.Oec.p.71.
4 fig. cumplimiento
τοῦ ῥήματοςLXX 1Es.1.54.
II
τῶν κενουμένων τάξεωνPh.2.382.
2 restauración
τῆς κατὰ φύσιν αὐταρκείαςArist.Pol.1257a30, cf. Plb.5.93.6.
3 gram. complementación
εἰς ἀναπλήρωσιν τοῦ λείποντοςA.D.Synt.250.18.