< ἀναπίτνημι
ἀναπιτυσμός >
ἀναπιτύζομαι
en v. med.-pas.
salir en chorro
ἐκ μὲν τοῦ θύρσου γάλα ἀναπιτυσθῆναι, ἐκ δὲ τοῦ σκύφους οἶνον
Hero
Aut
.13.1.