< ἀναπιτύζομαι
ἀναπλάκητος >
ἀναπιτυσμός
,
-οῦ, ὁ
chorro
ἐκ μὲν τοῦ θύρσου ὁ ἀναπιτυσμὸς ἔσται
Hero
Aut
.4.3.