< ἀναπάλλακτος
ἀναπάλλω >
ἀναπαλλοτρίωτος
,
-ον
inalienable
(ἀγροὺς) ἀ[ναπαλλο]τριώτους
TAM
2.261b.15 (Licia) (prob. ἀ[νεξαλλο]τριώτους, cf.
Hell
.13.203).