< Ἄναξις
ἀναξίχορος >
ἀναξιφόρμιγξ
,
-ιγγος
• Prosodia:
[ᾰ-]
que señorea la lira
ὕμνοί
Pi.
O
.2.1,
ἀ[ναξιφόρ]μιγγος Οὐρ[αν]ίας
B.4.7.