ἀναξέω
• Morfología: [pres. part. contr. ἀναξῶν IG 22.463.72; perf. part. ἀνεξεσμένου I.AI 13.211]


alisar, pulir ἀναξέων τοὺς καν[όνας IG 7.3073.123 (Lebadea), ἀναξῶν το[ὺ]ς [ἁ]ρ[μ]ούς IG 22.l.c., μνημεῖον ... ἐκ λίθου ... ἀνεξεσμένου I.AI l.c.