< ἀναξασμός
ἀναξέω >
ἀναξεσμός
,
-οῦ, ὁ
irritación
,
picazón
ἀναξεσμοὺς ... ἑργάζεται τῶν οὐλῶν ἡ δριμυφαγία
Aët.9.43.