ἀναξηραίνω
• Alolema(s): poét. ἀγξ- Il.21.347
1 secar
ἀλωήνIl.l.c.
(τὴν λίμνην) τὰ ὑποζύγια ... ἀρδόμενα ἀνεξήρηνεHdt.7.109
•en v. med.-pas.
ὅταν ... ἡ ... ὑγρότης ... ἀναξηρανθῇHippo A 11,
κεφαλὴν ... ἀνεξηράνθαι χρήHp.Acut.65,
τὸ ἕλοςPhylarch.65
•evaporarse del agua
ὑπὸ τῆς πήξιος ... ἀναξηραίνεται τὸ κουφότατονHp.Aër.8.
2 fig. consumir
οἶκον ὀδόντεςCall.Cer.113.