ἀναξηραντικός, -ή, -όν
desecativo, secante
(νάρδος) τῆς γλώττης ἀναξηραντικήDsc.1.7,
μηλίνη Λευκίου ἀ. παντὸς ῥεύματοςCrito en Gal.12.488,
τῆς πικρότητος ... δύναμις ἀ.Plu.2.624d.
(νάρδος) τῆς γλώττης ἀναξηραντικήDsc.1.7,
μηλίνη Λευκίου ἀ. παντὸς ῥεύματοςCrito en Gal.12.488,
τῆς πικρότητος ... δύναμις ἀ.Plu.2.624d.