< ἀνάνευσις
ἀνανεύω >
ἀνανευστικῶς
adv.
rechazando
,
con rechazo
ἀπὸ μυρίων πραγμάτων κινεῖσθαι ... ἅμα δὲ συγκαταθετικῶς, τοῖς δ' ἀνανευστικῶς
Arr.
Epict
.1.14.7.