< ἀναμορφόω
ἀναμορφωτής >
ἀναμόρφωσις
,
-εως, ἡ
renovación
,
nueva conformación
εἰς θεόν
Cyr.Al.M.73.192C,
ἀπολισθησάντων ἀ.
Dion.Ar.
DN
M.3.589B, cf. Sud.s.u.
καινουργισμός
.