ἀναμορφόω
1 c. ac. compl. dir. y εἰς transformar
ἐς βούκερων ἀναμορφώσας ἑαυτὸν ὁ ποταμόςPhilostr.Iun.Im.4.3,
εἰκόνα ... εἰς κάλλουςAnast.Ant.Serm.M.89.1385A.
2 c. ac. compl. dir. conformar de nuevo
(ψυχήν) τὸ Πνεῦμα δι' ὕδατοςGr.Naz.M.35.773C,
(εἰκόνα) χρώμασινProcl.CP Annunt.M.85.432B
•en v. pas.
διὰ Χριστοῦ ἀναμορφούμεθαAmmon.Io.M.85.1409B.