ἀναμέτρησις, -εως, ἡ
1 medición, medida
τῆς γῆςStr.1.1.20,
περὶ ἀναμετρήσεως τῆς γῆςtít. de una obra de Eratóstenes, Hero Dioptr.302.17,
τοῦ χωρίουPh.607,
αἰγιαλοῦPOxy.918.11.14 (II a.C.),
σπόρουPTeb.288.4 (III a.C.),
σχοινίουPFlor.281.15 (VI a.C.),
τῶν θείων περιόδωνIambl.Myst.9.4,
τῆς ὥραςHorap.1.16,
ἀνθρώπου δάκτυλος ἀναμέτρησιν σημαίνειel dedo del hombre indica una unidad de medida Horap.2.13, cf. PCair.8.8.10 (IV a.C.), PCair.Isidor.12.29 (IV a.C.).
2 fig. valoración
πρὸς ἀργύριον ... τῆς εὐδαιμονίας ... ἀναμέτρησιςPlu.Sol.27
•cómputo
τῶν ἡμερινῶν ἔργωνHierocl.in CA 19.7.
3 pago
πρὸς ἀναμέτρησιν φόρουcontra pago de una venta, PPanop.2.5 (IV a.C.).