< ἀναμετρητής
ἀναμηρύκησις >
ἀναμηρυκάομαι
• Alolema(s):
ἀναμαρυκῶμαι
Luc.
Gall
.8
rumiar
τὴν τροφήν
Alex.Mynd. en Ath.390f,
τῇ μνήμῃ τὰ βεβρωμένα
Luc.l.c.