< ἀναμετρητέον
ἀναμηρυκάομαι >
ἀναμετρητής
,
-οῦ, ὁ
funcionario del catastro
Wilcken
Chr
.1.229.3 (IV a.C.),
SB
4295.3
•
agrimensor
Ptol.
Iudic
.4.5.