< ἀναλκείη
ἀνάλκιμος >
ἀναλκής
,
-ές
débil
τὸ γένος τὸ Ἀσιηνόν
Hp.
Aër
.16,
τὰ θήλεα τῶν ἀρρένων ... ἀναλκέστερα
Arist.
Phgn
.809
a
39, cf. Hsch.