ἀναλκείη, -ης, ἡ
flaqueza de ánimo, cobardía
ἀναλκείῃσι δαμέντεςIl.6.74, 17.320, cf. 337,
οἴ μοι ἀναλκείηςThgn.891,
ὅττι κεν ᾖσιν ἀναλκείῃσιν ἔρεξανA.R.2.145,
ἀναλκείην τε λέλογ[χ-Dionysius epicus 32a.13.
ἀναλκείῃσι δαμέντεςIl.6.74, 17.320, cf. 337,
οἴ μοι ἀναλκείηςThgn.891,
ὅττι κεν ᾖσιν ἀναλκείῃσιν ἔρεξανA.R.2.145,
ἀναλκείην τε λέλογ[χ-Dionysius epicus 32a.13.