< ἀναλημπτήρ
ἀναλημψιακός >
ἀναλημπτός
,
-ή, -όν
confiscado
,
PSI
104.14 (II a.C.),
PMich
.inv.148.ue.1.10 (II a.C.) en
ZPE
27.1977.127.