< ἀνάλημμα
ἀναλημπτός >
ἀναλημπτήρ
,
-ῆρος, ὁ
• Alolema(s):
ἀναληπτήρ
Thd.
Ie
.52.18
cacillo
I.
AI
8.88, LXX 2
Pa
.4.16, Thd.l.c.