< ἀνακορμός
Ἄνακος >
ἀνακός
,
-οῦ, ὁ
soberano
,
rey
,
príncipe
Hdn.Gr.1.150, 2.647, Ael.Dion.
α
118.
• Etimología:
Cf. ἄναξ.