< ἀνάκρυπτος
ἀνακρωτηρίαστος >
ἀνακρύπτω
• Morfología:
[aor. rad. tem. ἀνέκρῠφε]
ocultar
,
guardar
σφαῖραν ἀειδίνητον
Nonn.
D
.6.87.