ἀνακρούω
• Alolema(s): poét. ἀγκρ- Theoc.4.31
1 hacer retroceder
τὸ ζεῦγοςPlu.Alc.2,
βάλανονAen.Tact.18.6
•de naves, A.R.4.1650
•gener. en v. med. hacer retroceder, retroceder
πρύμνηνAr.V.399,
ἐπὶ πρύμνηνHdt.8.84,
νῆαςTriph.523, abs.
τῆς δὲ ἡμέρας ἐπὶ πολὺ προσπλέοντες καὶ ἀνακρουόμενοιTh.7.38
•de animados frenar, sujetar
(ἵππον) τῷ χαλινῷX.Eq.11.3, cf. Plu.2.445c
•en v. pas.
ἀνακρουόμενος (ἵππος)X.Eq.10.12
•de cuerdas, riendas en v. med. tensar
κάλωαςA.R.1.1277,
ἡνίαςSch.Ar.Au.648
•de pers. fig. reprimir
ἀνακρούων τοὺς μνηστῆραςAristid.Quint.74.19, en v. pas.
ἀνακρουόμενον αὖθις ἐπὶ τὸν ... νόμον καὶ βίονPlu.Cleom.16.
2 lanzar hacia arriba
ἀνακρούει ... τὸν δίσκονPhilostr.Her.2.5.
3 fig. de discursos, disertaciones volver a empezar
αὐτὸν (τὸν λόγον)Pl.Phlb.13d,
αὐτοῦ ταῦτ' ἀνακρουομένουPlb.4.22.11,
παῦε ... μικρὸν ἀνακρουόμενοςLuc.Nigr.8.
4 tocar palmas
χεροῖνAutocr.1, Hippol.Haer.4.46
•en v. med.-pas. cantar, entonar
τὰ (μέλη) Γλαύκας ἀγκρούομαιTheoc.l.c.,
φωνὴν ἁρμονίαςLXX Ez.23.42,
ἀνακρούεσθαι οἶον ἐπικήδειόν τι ἑαυτῷ μέλοςAel.NA 5.34, cf. Eus.DE 4.13
•en act.
κῶμον ἀνακρούων ἐπιτύμβιονNonn.D.19.181.