< ἀνακρουστικός
ἀνακρούω >
ἀνακρουστός
,
-όν
sent. dud., de un vestido, quizá
tejido solo por un lado
ἱμάτιον ... ἀνακρουστὸν ὑφαινόμενον
Isid.Pel.
Ep
.M.78.233B.