< ἀνακολυμβάω
ἀνακομβόω >
ἀνακομάω
salirle a uno de nuevo el pelo
c. ac. int.
εἶτα δι' ἕκτης ἡμέρας ἀνεκόμησε τοσαύτην κόμην;
Luc.
DMeretr
.12.5, cf. Cyr.Al.M.68.1049.