< ἀνακομάω
ἀνακομιδή >
ἀνακομβόω
1
arremangar
ἀνακομβώσας αὐτῆς τοὺς χιτῶνας
Vit.Aesop
.W.77a
1
.
2
v. med.
ceñirse
,
disponerse a la acción
,
Gp
.10.83.1.