< ἀνακλαίω
ἀνάκλασις >
ἀνακλάνω
romper
,
destrozar
ὁ τροχὸς ἀνέκλανεν τὸ σῶμα
A.Mart
. en
PSI
27.16 (V d.C.) (quizá error por ἀνέκλασεν, pero cf. κλάνω).