ἀνακλαίω
• Alolema(s): át. -κλάω


llorar, lamentar c. ac. int. ἀνακλαύσας μέγα Hdt.3.14, μεγάλα Telecl.5A, cf. Hdt.3.66, D.C.18.10
c. ac. compl. dir. τὸν τοῦ μνηστῆρος ἀνακλαίεις μόρον D.H.3.21.6
en v. med. c. ac. int. y dat. de pers. o πρός y ac. ὑμῖν τάδε ... ἀνακλαίομαι S.Ph.939, τὰς παρούσας ἀτυχίας ἀνακλαύσασθαι πρὸς ὑμᾶς Antipho 2.4.1, abs. Plu.2.566e.