< ἀνακᾰλέω
ἀνακαλλωπίζω >
ἀνακαλλύνω
1
barrer
τἄνδον ἀνακάλλυνον
Phryn.Com.37A.
2
restituir la belleza a
τὴν ἀνθρώπου φύσιν
Cyr.Al.M 69.676D.