< ἀναισιμόω
ἀναίσιος >
ἀναισίμωμα
,
-ματος, τό
• Prosodia:
[-ῐ-]
gasto
c. dat.
τῇ στρατιῇ
Hdt.5.31
•
sin determ., Call.
Fr
.196.45.