< ἀναισχυντογράφος
ἀναίσχυντος >
ἀναισχυντοποιός
,
-όν
que comete actos obscenos
de Teodora
ἦν γὰρ οὐκ ἀναίσχυντος μόνον, ἀλλὰ καὶ ἀναισχυντοποιὸς πάντων μάλιστα
Procop.
Arc
.9.22.