< ἀναίρω
ἀναισθησία >
ἀναισθής
,
-ές
1
insensible
,
carente de sentidos
γένος
Max.Tyr.11.5.
2
no perceptible
τῆς ᾠδῆς τὸ κάλλος
Max.Tyr.37.5.