< ἀναθεραπεύω
ἀναθερμαίνω >
ἀναθερίζω
• Morfología:
[lacon. inf. aor. ἀνσερίσασθαι Hsch.]
1
espigar
Hsch.s.u.
ἀνεκαλαμήσατο
.
2
volver a segar
γῆν
Ph.2.390.
3
calentarse
Hsch.s.u.
ἀνσερίσασθαι
.