ἀναθερμαίνω
I
τὰς φρέναςenloquecer S.Fr.822.
2 reanimar, reconfortar
Βάκχος ... ἀναθερμαίνων ψυχομένην κραδίηνAP 11.55 (Pall.), cf. Luc.Dem.Enc.15,
ποιητικὴν καὶ μουσικὴν Ἔρως δύναμιν ... ἀναθερμαίνειPlu.2.405f.
II en v. med.
1 recobrar el calor, volver a calentarse
ἄκρεαHp.Epid.1.26.2, cf. Epid.1.2,
πυρετὸς ... ἀναθερμαινόμενοςvolviendo a subir la fiebre Hp.Prog.17,
τὸ σῶμαHp.Liqu.2,
ὁ ἀήρHp.Flat.8
•sin sent. iter. claro calentarse
ἡ γῆArist.HA 569b11, de pers.
ταῖς χερσὶν ἀναθερμανθέντεςArist.Pr.948a11.