ἀναζωογονέω
hacer fecundo en v. pas.
ἀναζωογονουμένη εἰς καταβολὴν σπέρματοςde Sara, Epiph.Const.Haer.9.2
•fig. de la acción del Espíritu Santo fecundar Epiph.Const.Haer.62.1.
ἀναζωογονουμένη εἰς καταβολὴν σπέρματοςde Sara, Epiph.Const.Haer.9.2