< ἀναδέκομαι
ἀναδεκτικός >
ἀναδεκτέον
hay que admitir
o
asumir
πῶς τά γε παρὰ σοῦ ἀδικήματα συσκευασθέντα οὐκ ἀ. σοί ἐστιν;
Hyp.
Ath
.15.