< ἀναδεκτέον
ἀνάδελφος >
ἀναδεκτικός
,
-ή, -όν
apto para recibir
,
susceptible de
,
propicio a
τὸ γὰρ ὁρατικοῦ πάθους ἀ. ὁρατικῶς κινεῖται
S.E.
M
.7.355.